Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το γιόρτασμα

См. также в других словарях:

  • γιόρτασμα — το ο εορτασμός, το να γιορτάζει κανείς, το πανηγύρισμα: Το γιόρτασμα διακόπηκε μόλις μάθαμε τη θλιβερή είδηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιόρτασμα — το ο εορτασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιορτάζω ή < εόρτασμα με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο (πρβλ. εορτάζω γιορτάζω)] …   Dictionary of Greek

  • γιορτασμός — ο το γιόρτασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εορτασμός, ο — και γιόρτασμα,το το να γιορτάζει κάτι ή κάποιος (κάτι), πανηγυρισμός, τέλεση γιορτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»